γυρίσαμε, γυρίσαμε!
πήγαμε στην αγάπη μας την Αίγινα, περάσαμε όμορφα, τραγουδήσαμε, διάβασαμε, ποτίσαμε, πήγαμε στην παραλία, λύσαμε παιδικές απορίες
("μαμά, τα παλιά τα χρόνια ήσουνα ασπρόμαυρη;")
γελάσαμε, ψωνίσαμε, τσακωθήκαμε, ταίσαμε τις γάτες της γειτονιάς, καλωσορίσαμε καινούριους επισκέπτες στα δέντρα μας
(μα κάτι φωνές!! λες και ήμασταν στον Εθνικό Κήπο :)
και την Πρωτομαγιά, φτιάξαμε και στεφάνι.
ο Χρόνης δηλαδή, το έφτιαξε.
εγώ, το είδα ξαφνικά να κρέμεται υπέροχο στην πόρτα μας και το ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα.
"περίμενε, περίμενε να το φωτογραφίσω"
φώναξα κι έτρεξα να πάρω το τηλέφωνο μου.
μ' ενθουσιασμό άρχισα να τραβώ φωτογραφίες, από όλες τις γωνιές, σπρώχνοντας πότε τον Χρόνη να φύγει από μπροστά και πότε την Ελένη, που είχε φέρει κι αυτή τη φωτογραφική της.
η Ραφαηλία ξαπλωμένη στην αιώρα μαζί με τη φίλη της, ούτε που έδινε σημασία.
στο τέλος είπα:
"και μία με φόντο την πόρτα"
και τράβηξα την πόρτα κλείνοντας την.
και κλείνοντας και μας απέξω φυσικά.
αφού τέλειωσα με τη φωτογράφιση του στεφανιού, πήγα να μπω στο σπίτι.
μα
βρήκα την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
"που είναι τα κλειδιά;" ρώτησα τον Χρόνη αγριοκοιτάζοντας τον
"ποια κλειδιά;" μου αντιγύρισε
"τα κλειδιά του Παραδείσου! τι "ποια κλειδιά;" της πόρτας ασφαλώς! ποιος τα έβγαλε από κει;"
"πλάκα κάνεις!"
"καθόλου δεν κάνω πλάκα. εσύ έβγαλες τα κλειδιά;"
"κι εσύ κλείνεις την πόρτα χωρίς πρώτα να ελέγξεις;"
"τι να ελέγξω; σαράντα χρόνια τα κλειδιά είναι έξω από την πόρτα.
εκεί είναι η θέση τους. εκεί ανήκουν. για κει γεννήθηκαν. αυτός ειναι ο προορισμός τους!! τι να ελέγξω;"
η Ελένη, το καλό μου το παιδί, χωρίς να πει λέξη, άρχισε να γυρίζει γύρω από το σπίτι, ψάχνοντας να βρει κάποιο παράθυρο ανοιχτό.
εις μάτην.
ήταν όλα κλειστά: παράθυρα, μπαλκονόπορτες, τα πάντα.
αρχίσαμε όλοι να γυρίζουμε γύρω γύρω, αναστατωμένοι, όλοι, εκτός της Ραφαηλίας που τραγουδούσε με τη φίλη της στην αιώρα:
"Θάλασσα πλατειά,
σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις.."
μια κυρία κατεβαίνοντας το δρόμο, σταμάτησε και μας φώναξε
"ε, παιδιά, τι γίνεται;"
περνώντας μας για διαρρήκτες
(αργότερα μάθαμε πως την κυρία την είχαν ήδη ληστέψει δυο φορές κι ήταν καμμένη η καημένη..)
μόλις δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, αρχίσαμε να ανταλάσουμε απόψεις, περί του ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να "ανοίξεις" ένα σπίτι
(η κυρία μας είπε και τον τρόπο να μπαίνουμε στο αυτοκινήτο μας αν έχουμε κλειδωθει κι εκεί απέξω, αλλά θα πρεπει να αγοράσουμε άλλο μοντέλο αυτοκινήτου, που να κλείνει το παράθυρο με μανιβέλα, γιατί το δικό μας κλείνει αυτόματα και δεν προσφέρεται γι' αυτά)
εν τέλει, ο Χρόνης αφού άνοιξε πρώτα την αποθήκη (απ' όπου πήρε τα εργαλεία του) και μετά ένα από τα παράθυρα του σπιτιού, τα κατάφερε, μπήκε μέσα και μας υποδέχτηκε θριαμβευτικά: περάστε!
"μπράβο βρε Χρόνη" είπα και χώθηκα μέσα βιαστικά..
"αν το ΄κανα εγώ;! το τι θα άκουγα" είπε η Ελένη και χώθηκε κι εκείνη μέσα βιαστικά..
"έτσι είναι η μάνα σου παιδί μου: τη μια μπερδεύει τα πλοία και σας πάει στη Σαλαμίνα, την άλλη μας κλειδώνει απέξω" είπε ο Χρόνης κι ήταν ο μόνος που είχε λόγο να τρέξει έξω βιαστικά.
"θάλασσα πλατειά,
σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις.."
τραγουδούσε ακόμα το Ραφάκι από την αιώρα, όπου καθόταν μαζί με τη φίλη της.
"μπράβο κορίτσια, ωραία τραγουδάτε" φώναξα από το ανοιχτό πλέον παράθυρο, αλλά, σημασία δε μου έδωσαν η Μανταλένα κι η φιλενάδα της..
μόνο το Μαγιάτικο Στεφάνι μας, ταλαντευόταν στο απογευματινό αεράκι, αναρωτούμενο σε τι είδους σπίτι, βρέθηκε να κρέμεται "για το καλό"..
καλή πρωτομαγιά -αν και πέρασε, καλό μήνα να έχουμε, καλή βδομάδα και ζεστή επιτέλους, τέλος, καλή μας μέρα
και είθε, να μη κλειστούμε ποτέ ξανά
απέξω!
πήγαμε στην αγάπη μας την Αίγινα, περάσαμε όμορφα, τραγουδήσαμε, διάβασαμε, ποτίσαμε, πήγαμε στην παραλία, λύσαμε παιδικές απορίες
("μαμά, τα παλιά τα χρόνια ήσουνα ασπρόμαυρη;")
γελάσαμε, ψωνίσαμε, τσακωθήκαμε, ταίσαμε τις γάτες της γειτονιάς, καλωσορίσαμε καινούριους επισκέπτες στα δέντρα μας
(μα κάτι φωνές!! λες και ήμασταν στον Εθνικό Κήπο :)
και την Πρωτομαγιά, φτιάξαμε και στεφάνι.
ο Χρόνης δηλαδή, το έφτιαξε.
εγώ, το είδα ξαφνικά να κρέμεται υπέροχο στην πόρτα μας και το ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα.
"περίμενε, περίμενε να το φωτογραφίσω"
φώναξα κι έτρεξα να πάρω το τηλέφωνο μου.
μ' ενθουσιασμό άρχισα να τραβώ φωτογραφίες, από όλες τις γωνιές, σπρώχνοντας πότε τον Χρόνη να φύγει από μπροστά και πότε την Ελένη, που είχε φέρει κι αυτή τη φωτογραφική της.
η Ραφαηλία ξαπλωμένη στην αιώρα μαζί με τη φίλη της, ούτε που έδινε σημασία.
στο τέλος είπα:
"και μία με φόντο την πόρτα"
και τράβηξα την πόρτα κλείνοντας την.
και κλείνοντας και μας απέξω φυσικά.
αφού τέλειωσα με τη φωτογράφιση του στεφανιού, πήγα να μπω στο σπίτι.
μα
βρήκα την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
"που είναι τα κλειδιά;" ρώτησα τον Χρόνη αγριοκοιτάζοντας τον
"ποια κλειδιά;" μου αντιγύρισε
"τα κλειδιά του Παραδείσου! τι "ποια κλειδιά;" της πόρτας ασφαλώς! ποιος τα έβγαλε από κει;"
"πλάκα κάνεις!"
"καθόλου δεν κάνω πλάκα. εσύ έβγαλες τα κλειδιά;"
"κι εσύ κλείνεις την πόρτα χωρίς πρώτα να ελέγξεις;"
"τι να ελέγξω; σαράντα χρόνια τα κλειδιά είναι έξω από την πόρτα.
εκεί είναι η θέση τους. εκεί ανήκουν. για κει γεννήθηκαν. αυτός ειναι ο προορισμός τους!! τι να ελέγξω;"
η Ελένη, το καλό μου το παιδί, χωρίς να πει λέξη, άρχισε να γυρίζει γύρω από το σπίτι, ψάχνοντας να βρει κάποιο παράθυρο ανοιχτό.
εις μάτην.
ήταν όλα κλειστά: παράθυρα, μπαλκονόπορτες, τα πάντα.
αρχίσαμε όλοι να γυρίζουμε γύρω γύρω, αναστατωμένοι, όλοι, εκτός της Ραφαηλίας που τραγουδούσε με τη φίλη της στην αιώρα:
"Θάλασσα πλατειά,
σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις.."
μια κυρία κατεβαίνοντας το δρόμο, σταμάτησε και μας φώναξε
"ε, παιδιά, τι γίνεται;"
περνώντας μας για διαρρήκτες
(αργότερα μάθαμε πως την κυρία την είχαν ήδη ληστέψει δυο φορές κι ήταν καμμένη η καημένη..)
μόλις δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, αρχίσαμε να ανταλάσουμε απόψεις, περί του ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να "ανοίξεις" ένα σπίτι
(η κυρία μας είπε και τον τρόπο να μπαίνουμε στο αυτοκινήτο μας αν έχουμε κλειδωθει κι εκεί απέξω, αλλά θα πρεπει να αγοράσουμε άλλο μοντέλο αυτοκινήτου, που να κλείνει το παράθυρο με μανιβέλα, γιατί το δικό μας κλείνει αυτόματα και δεν προσφέρεται γι' αυτά)
εν τέλει, ο Χρόνης αφού άνοιξε πρώτα την αποθήκη (απ' όπου πήρε τα εργαλεία του) και μετά ένα από τα παράθυρα του σπιτιού, τα κατάφερε, μπήκε μέσα και μας υποδέχτηκε θριαμβευτικά: περάστε!
"μπράβο βρε Χρόνη" είπα και χώθηκα μέσα βιαστικά..
"αν το ΄κανα εγώ;! το τι θα άκουγα" είπε η Ελένη και χώθηκε κι εκείνη μέσα βιαστικά..
"έτσι είναι η μάνα σου παιδί μου: τη μια μπερδεύει τα πλοία και σας πάει στη Σαλαμίνα, την άλλη μας κλειδώνει απέξω" είπε ο Χρόνης κι ήταν ο μόνος που είχε λόγο να τρέξει έξω βιαστικά.
"θάλασσα πλατειά,
σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις.."
τραγουδούσε ακόμα το Ραφάκι από την αιώρα, όπου καθόταν μαζί με τη φίλη της.
"μπράβο κορίτσια, ωραία τραγουδάτε" φώναξα από το ανοιχτό πλέον παράθυρο, αλλά, σημασία δε μου έδωσαν η Μανταλένα κι η φιλενάδα της..
μόνο το Μαγιάτικο Στεφάνι μας, ταλαντευόταν στο απογευματινό αεράκι, αναρωτούμενο σε τι είδους σπίτι, βρέθηκε να κρέμεται "για το καλό"..
καλή πρωτομαγιά -αν και πέρασε, καλό μήνα να έχουμε, καλή βδομάδα και ζεστή επιτέλους, τέλος, καλή μας μέρα
και είθε, να μη κλειστούμε ποτέ ξανά
απέξω!